- ἐπιδιατρίβω
- ἐπιδια-τρίβω [pron. full] [ρῑ],A spend time on, χρόνον τῇ
γεύσει Thphr.Od.11
; spend,ἡμέρας τρεῖς J.AJ11.5.2
, cf.Hdn.2.11.1; ἐπιδιατρίψας dwelling on it, Arist.Mete.371a23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γεύσει Thphr.Od.11
; spend,ἡμέρας τρεῖς J.AJ11.5.2
, cf.Hdn.2.11.1; ἐπιδιατρίψας dwelling on it, Arist.Mete.371a23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιδιατρίβω — ἐπιδιατρίβω (Α) παραμένω κάπου για ένα χρονικό διάστημα («έπιδιατρίβειν τῷ τόπῳ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δια τρίβω «μένω»] … Dictionary of Greek
τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… … Dictionary of Greek